κατάγελως,-ωτος

κατάγελως,-ωτος
N 3 0-0-0-1-3=4 Ps 43(44),14; TobS 8,10; 1 Mc 10,70; PSal 4,7
derision PSal 4,7; laughing stock Ps 43 (44),14
Cf. CAIRD 1976, 81

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”